αγουρομαζώνω
Смотреть что такое "αγουρομαζώνω" в других словарях:
αγουρομαζώνω — αγουρομαζεύω· … Dictionary of Greek
αγουρομαζώνω — αγουρομάζωξα, αγουρομαζωμένος, και αγουρομαζεύω αγουρομάζεψα, αγουρομαζεμένος, αγουροκόβω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουρομάζωμα — [αγουρομαζώνω] το αγουρόκομμα* … Dictionary of Greek